ἀποστατικῶς

ἀποστατικῶς
ἀποστατικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποστατικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστατικός, ή, όν) 1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία 2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος μσν. φρ. «ἀποστατικός λόγος» ασύνδετος λόγος αρχ. φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”